παρερμηνεύεις

παρερμηνεύεις
παρερμηνεύω
misinterpret
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρερμηνεύω — παρερμήνεψα, παρερμηνεύτηκα, παρερμηνευμένος, ερμηνεύω, εξηγώ κάτι λάθος, παρεξηγώ, παρανοώ: Παρερμηνεύεις ταχτικά τα λόγια μου κι αυτό δείχνει πως δε με προσέχεις, όταν μιλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”